Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γοατάς — ο βλ. γοητής … Dictionary of Greek
γοητής — γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) [γοώ] θρηνώδης … Dictionary of Greek